-
1 βαλς
το вальс -
2 βάλς
валцерГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βάλς
-
3 βαλς
valse -
4 βαλς
walc (m) rzecz. -
5 βαλς
valčík -
6 βαλς
waltzΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βαλς
-
7 valse
βαλς -
8 valčík
βαλς -
9 waltz
βαλς -
10 walc
βαλς -
11 вальс
-
12 вальс
вальсм τό βαλς. -
13 вальсировать
вальс||и́роватьнесов χορεύω βάλς. -
14 вихрь
вихр||ьм1. ὁ ἀνεμοστρόβιλος, ἡ ἀνεμοθύελλα·2. перен:в \вихрье вальса στον ίλιγγο τοῦ βαλς· в \вихрье событий στή δίνη τῶν γεγονότων. -
15 тур
тур Iм в разн. знач. ὁ γῦρος:\тур вальса ὁ γῦρος τοῦ βαλς· первый \тур соревнований ὁ πρῶτος γδρος των ἀγώνων.тур IIм зоол. τό πρωτόγονο βόδι. -
16 γύρος
ο1) окружность, круг; периметр; 2) круг, тур; раунд;γύρος του βαλς — тур вальса;
ο πρώτος γύρος τού διαγωνισμού — первый тур конкурса;
πρώτος γύρος των αγώνων — первый круг соревнований;
3) обод, обруч;4) ограда; 5) оборка; волан; 6) край, бордюр' (тж. платья); поля (шляпы); 7) оборот, виток; 8) поворот, оборот; хождение кругом;φέρνω γύρο το σπίτι — кружить, бегать вокруг дома;
9) блуждание, скитание, шатание;10) прогулка, поездка;ο γύρος τού κόσμου — кругосветное путешествие;
κάνω γύρο — а) прогуливаться, бродить;
б) идти в обход, ехать в объезд (см. 11);κάνω ένα γύρο — а) немного прогуляться; — б) сделать один круг (см. 2);
πάμε ένα γύρο — пойдём пройдёмся;
11) обход, объезд, окольный путь; крюк (разг);κάνω το γύρο — делать крюк;
12) товарооборот;13) спорт, беговой круг;§ γύροι τού εγκεφάλου — извилины мозга;
τα μοιράσαμε τρείς στο γύρο ( — или του γύρου) — мы разделили это между нами тремя;
κάθονται ένα γύρο — сидеть кружком
-
17 χορεύω
(αόρ. εχόρευσα и εχόρεψα) 1. αμετ.1) танцевать; плясать (народные танцы); 2) перен. плясать, дрожать, прыгать, подпрыгивать; χόρευε το καράβι απ' τη θάλασσα море швыряло судно;χορεύει το πάτωμα από... — пол ходит ходуном от... χορεύουν τα πράγματα γύρω μου — вещи пляшут вокруг меня;
χορεύει η καρδιά μου από τρόμο — моё сердце содрогается от ужаса;
2. μετ.1) брать в партнёры (кого-л.); танцевать (с кем-л.); εχόρεψα όλα τα κορίτσια я (пере)танцевал со всеми девушками; 2) танцевать (что-л.);χορεύ συρτό (βαλς) — танцевать сиртос (вальс);
§ θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί он у меня попляшет;τό Ησαΐα χόρεύε венчание; τώρα πού μπήκες στο χορό θα χορέψεις посл, коли встал в круг, надо танцевать; взялся за гуж, не говори, что не дюж; χόρευε κυρά, και σειού, μα έχε κι' έννοια τού σπιτιού посл, гулять, хозяюшка, гуляй, а про дом не забывай -
18 waltz
[wo:l ] 1. noun((a piece of music for) a type of slow ballroom dance performed by couples: The band is playing a waltz; ( also adjective) waltz music.) βαλς2. verb1) (to dance a waltz (with): Can you waltz?; He waltzed his partner round the room.) βαλσάρω2) (to move cheerfully or with confidence: He waltzed into the room and told us that he was getting married the next day.) πηγαίνω με αυτοπεποίθηση -
19 вальс
[βάλ'ς] ουσ α. βαλς -
20 вальс
[βάλ'ς] ουσ α βαλς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βαλς — (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen,… … Dictionary of Greek
βαλς — το ευρωπαϊκός χορός: Tα βιεννέζικα βαλς είναι τα καλύτερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στράους — (Strauss). Οικογένεια Αυστριακών μουσικών, που ασχολήθηκαν με την οπερέτα και τη χορευτική μουσική. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της είναι: 1. Γιόχαν Σ. (Βιέννη 1804 – 1849), ο γενάρχης. Αφού ακολούθησε άτακτες σπουδές, επιβλήθηκε το 1819 ως… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Λάνερ, Γιόζεφ — (Joseph Lanner, Βιέννη 1801 – Ομπερντίμπλινγκ 1843). Αυστριακός μουσικοσυνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και βιολιστής. Ήταν αυτοδίδακτος και σε νεαρή ηλικία οργάνωσε ορχήστρα, για την οποία έγραφε χορευτική μουσική. Συγκαταλέγεται στους δημιουργούς … Dictionary of Greek
Ντιαμπέλι, Άντον — (Anton Diabelli, Μάτζεε, Σάλτσμπουργκ 1781 – Βιέννη 1858). Αυστριακός μουσικός. Μαθητής του Μίκαελ Χάιντν στο Σάλτσμπουργκ, φανέρωσε πολύ σύντομα το μεγάλο ταλέντο του για το πιάνο καθώς και για άλλα μουσικά όργανα. Ικανός διοργανωτής μουσικών… … Dictionary of Greek
Ραβέλ, Μορίς — (Ravel, Σιμπούρ, Ατλαντικά Πυρηναία 1875 – Παρίσι 1937). Γάλλος συνθέτης. Αν και έγινε γνωστός το 1895 με μια Χαμπανέρα, στην οποία έδινε τολμηρές αρμονικές λύσεις, η διείσδυση του Ρ. στον κόσμο της μουσικής υπήρξε αρκετά αργή. Φοίτησε στο Ωδείο… … Dictionary of Greek
Liste der Germanismen — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Hier werden deutsche Wörter gesammelt, die als Lehn oder… … Deutsch Wikipedia
Liste deutscher Fremdwörter in anderen Sprachen — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Hier werden deutsche Wörter gesammelt, die als Lehn oder… … Deutsch Wikipedia
Liste deutscher Wörter im Russischen — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Hier werden deutsche Wörter gesammelt, die als Lehn oder… … Deutsch Wikipedia
Liste von Germanismen — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Hier werden deutsche Wörter gesammelt, die als Lehn oder… … Deutsch Wikipedia